στραβολαγκάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στραβολαγκάδα | οι | στραβολαγκάδες |
| γενική | της | στραβολαγκάδας | των | στραβολαγκάδων |
| αιτιατική | τη | στραβολαγκάδα | τις | στραβολαγκάδες |
| κλητική | στραβολαγκάδα | στραβολαγκάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στραβολαγκάδα < στραβο- + λαγκάδα
Ουσιαστικό
στραβολαγκάδα θηλυκό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Μεταφράσεις
στραβολαγκάδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.