στραβολαγκάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στραβολαγκάδα οι στραβολαγκάδες
      γενική της στραβολαγκάδας των στραβολαγκάδων
    αιτιατική τη στραβολαγκάδα τις στραβολαγκάδες
     κλητική στραβολαγκάδα στραβολαγκάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στραβολαγκάδα < στραβο- + λαγκάδα

Ουσιαστικό

στραβολαγκάδα θηλυκό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα

  1. (ιδιωματικό, όπως στη Νάξο) η κυρτή ή πλάγια λαγκάδα
  2. ονομασία μιας των στοών του σμυριδορυχείου της Κορώνου της Νάξου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.