σμυριδορυχείο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σμυριδορυχείο τα σμυριδορυχεία
      γενική του σμυριδορυχείου των σμυριδορυχείων
    αιτιατική το σμυριδορυχείο τα σμυριδορυχεία
     κλητική σμυριδορυχείο σμυριδορυχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμυριδορυχείο < σμύριδα + ορυχείο

Ουσιαστικό

σμυριδορυχείο ουδέτερο

Συνώνυμα

  • σμυριγλορυχείο

Σημειώσεις

  • στην Ελλάδα σμυριδορυχεία υπάρχουν μόνο στην ορεινή ΒΑ Νάξο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.