Κόρωνος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Κόρωνος < αρχαία ελληνική Κορωνίς  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Κύριο όνομα

Κόρωνος αρσενικό

  1. το δεύτερο σε ύψος βουνό της Νάξου μετά τον Ζα
    παλαιότερη ονομασία: Βόθροι
  2. ορεινό χωριό της Νάξου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.