στοχοπροσήλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στοχοπροσήλωση | οι | στοχοπροσηλώσεις |
| γενική | της | στοχοπροσήλωσης | των | στοχοπροσηλώσεων |
| αιτιατική | τη | στοχοπροσήλωση | τις | στοχοπροσηλώσεις |
| κλητική | στοχοπροσήλωση | στοχοπροσηλώσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
στοχοπροσήλωση θηλυκό
Μεταφράσεις
στοχοπροσήλωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.