στοιχηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στοιχηματικός | η | στοιχηματική | το | στοιχηματικό |
| γενική | του | στοιχηματικού | της | στοιχηματικής | του | στοιχηματικού |
| αιτιατική | τον | στοιχηματικό | τη | στοιχηματική | το | στοιχηματικό |
| κλητική | στοιχηματικέ | στοιχηματική | στοιχηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στοιχηματικοί | οι | στοιχηματικές | τα | στοιχηματικά |
| γενική | των | στοιχηματικών | των | στοιχηματικών | των | στοιχηματικών |
| αιτιατική | τους | στοιχηματικούς | τις | στοιχηματικές | τα | στοιχηματικά |
| κλητική | στοιχηματικοί | στοιχηματικές | στοιχηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
στοιχηματικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.