στλεγγίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στλεγγίδα οι στλεγγίδες
      γενική της στλεγγίδας των στλεγγίδων
    αιτιατική τη στλεγγίδα τις στλεγγίδες
     κλητική στλεγγίδα στλεγγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στλεγγίδα < αρχαία ελληνική στλεγγίς
Ρωμαϊκές στλεγγίδες του 1ου αι. π.Χ.

Ουσιαστικό

στλεγγίδα θηλυκό

  1. εργαλείο με το οποίο έξυναν οι αθλητές στην αρχαιότητα το σώμα τους για να καθαριστούν
  2. ξυστρί

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.