στιχομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στιχομετρικός | η | στιχομετρική | το | στιχομετρικό |
| γενική | του | στιχομετρικού | της | στιχομετρικής | του | στιχομετρικού |
| αιτιατική | τον | στιχομετρικό | τη | στιχομετρική | το | στιχομετρικό |
| κλητική | στιχομετρικέ | στιχομετρική | στιχομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στιχομετρικοί | οι | στιχομετρικές | τα | στιχομετρικά |
| γενική | των | στιχομετρικών | των | στιχομετρικών | των | στιχομετρικών |
| αιτιατική | τους | στιχομετρικούς | τις | στιχομετρικές | τα | στιχομετρικά |
| κλητική | στιχομετρικοί | στιχομετρικές | στιχομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στιχομετρικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
στιχομετρικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
στιχομετρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.