στιχηρό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στιχηρό τα στιχηρά
      γενική του στιχηρού των στιχηρών
    αιτιατική το στιχηρό τα στιχηρά
     κλητική στιχηρό στιχηρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στιχηρό < μεσαιωνική ελληνική στιχηρόν[1] [2] [3] < ελληνιστική κοινή στιχηρός < αρχαία ελληνική στίχος

Ουσιαστικό

στιχηρό ουδέτερο

  • (βυζαντινή μουσική, εκκλησιαστικός όρος, θρησκεία) τροπάριο του οποίου προηγείται εκφώνηση στίχου (ψαλμού τού Δαβίδ)
      ..του Ευαγγελίου και των Πράξεων, βασίζεται στην παράδοση, που αποτυπώθηκε στην υμνολογία (στιχηρά του Εσπερινού) και στο Συναξάριο της Αναλήψεως, όπως επίσης και στον Βίο της Παναγίας του ιερομονάχου Επιφανίου. (Εικόνες της Κρητικής τέχνης από τον Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, επιμ. Μανόλης Μπουρμπουδάκης, 2004, σελ. 367)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. στιχηρόν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
  2. στιχηρό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. στιχηρό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

στιχηρό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.