στιχηράριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στιχηράριο | τα | στιχηράρια |
| γενική | του | στιχηράριου & στιχηραρίου |
των | στιχηράριων & στιχηραρίων |
| αιτιατική | το | στιχηράριο | τα | στιχηράρια |
| κλητική | στιχηράριο | στιχηράρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στιχηράριο < στιχηρό + -άριο
Ουσιαστικό
στιχηράριο ουδέτερο
- (θρησκεία) βιβλίο εκκλησιαστικής μουσικής με μαθήματα στιχηραρικού μέλους
Μεταφράσεις
στιχηράριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.