στιχηροκάθισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στιχηροκάθισμα | τα | στιχηροκαθίσματα |
| γενική | του | στιχηροκαθίσματος | των | στιχηροκαθισμάτων |
| αιτιατική | το | στιχηροκάθισμα | τα | στιχηροκαθίσματα |
| κλητική | στιχηροκάθισμα | στιχηροκαθίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
στιχηροκάθισμα ουδέτερο
- (βυζαντινή μουσική, εκκλησιαστικός όρος) υποδιαίρεση τροπαρίου το οποίο ψάλλεται μετά από ψαλμό (στιχηρό), κατά τη διάρκεια του οποίου επιτρέπεται να κάθονται οι πιστοί (κάθισμα)
Μεταφράσεις
στιχηροκάθισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.