τσόπστικ
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
τσόπστικ
<
αγγλική
chopstick
<
chop
+
stick
Δύο
τσόπστικ
Ουσιαστικό
τσόπστικ
ουδέτερο
άκλιτο
, (
πληθυντικός
)
τσόπστικς
λεπτή
ράβδος
(συνήθως σε
ζευγάρι
) από
ξύλο
ή άλλο
υλικό
που χρησιμοποιείται στην Ανατολική
Ασία
για τη
λήψη
του
φαγητού
≈
συνώνυμα
:
ξυλάκι
Μεταφράσεις
τσόπστικ
αγγλικά
:
chopstick
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.