στιγμόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στιγμόμετρο τα στιγμόμετρα
      γενική του στιγμόμετρου
& στιγμομέτρου
των στιγμόμετρων
& στιγμομέτρων
    αιτιατική το στιγμόμετρο τα στιγμόμετρα
     κλητική στιγμόμετρο στιγμόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στιγμόμετρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στιγμόμετρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.