στηθοσκόπηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στηθοσκόπηση | οι | στηθοσκοπήσεις |
| γενική | της | στηθοσκόπησης* | των | στηθοσκοπήσεων |
| αιτιατική | τη | στηθοσκόπηση | τις | στηθοσκοπήσεις |
| κλητική | στηθοσκόπηση | στηθοσκοπήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στηθοσκοπήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στηθοσκόπηση < στηθοσκοπώ + -ση
Πηγές
- στηθοσκόπηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στηθοσκόπηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.