στηθοσκόπηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στηθοσκόπηση οι στηθοσκοπήσεις
      γενική της στηθοσκόπησης* των στηθοσκοπήσεων
    αιτιατική τη στηθοσκόπηση τις στηθοσκοπήσεις
     κλητική στηθοσκόπηση στηθοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, στηθοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στηθοσκόπηση < στηθοσκοπώ + -ση

Ουσιαστικό

στηθοσκόπηση θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.