στηθοσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στηθοσκοπικός | η | στηθοσκοπική | το | στηθοσκοπικό |
| γενική | του | στηθοσκοπικού | της | στηθοσκοπικής | του | στηθοσκοπικού |
| αιτιατική | τον | στηθοσκοπικό | τη | στηθοσκοπική | το | στηθοσκοπικό |
| κλητική | στηθοσκοπικέ | στηθοσκοπική | στηθοσκοπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στηθοσκοπικοί | οι | στηθοσκοπικές | τα | στηθοσκοπικά |
| γενική | των | στηθοσκοπικών | των | στηθοσκοπικών | των | στηθοσκοπικών |
| αιτιατική | τους | στηθοσκοπικούς | τις | στηθοσκοπικές | τα | στηθοσκοπικά |
| κλητική | στηθοσκοπικοί | στηθοσκοπικές | στηθοσκοπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στηθοσκοπικός < στηθοσκόπιο + -ικός
Επίθετο
στηθοσκοπικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με το στηθοσκόπιο ή τη στηθοσκόπηση ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
στηθοσκοπικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.