στερεοσκοπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στερεοσκοπικός | η | στερεοσκοπική | το | στερεοσκοπικό |
| γενική | του | στερεοσκοπικού | της | στερεοσκοπικής | του | στερεοσκοπικού |
| αιτιατική | τον | στερεοσκοπικό | τη | στερεοσκοπική | το | στερεοσκοπικό |
| κλητική | στερεοσκοπικέ | στερεοσκοπική | στερεοσκοπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στερεοσκοπικοί | οι | στερεοσκοπικές | τα | στερεοσκοπικά |
| γενική | των | στερεοσκοπικών | των | στερεοσκοπικών | των | στερεοσκοπικών |
| αιτιατική | τους | στερεοσκοπικούς | τις | στερεοσκοπικές | τα | στερεοσκοπικά |
| κλητική | στερεοσκοπικοί | στερεοσκοπικές | στερεοσκοπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στερεοσκοπικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
στερεοσκοπικός
- αυτός που αποβλέπει στη δημιουργία τρίτης διάστασης στην εικόνα
- ο σχετικός με τη στερεοσκοπία
Μεταφράσεις
στερεοσκοπικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.