στερεοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στερεοποίηση | οι | στερεοποιήσεις |
| γενική | της | στερεοποίησης* | των | στερεοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | στερεοποίηση | τις | στερεοποιήσεις |
| κλητική | στερεοποίηση | στερεοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στερεοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στερεοποίηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στερεοποίη(σις) + -ση (-ηση). Μορφολογικά αναλύεται σε στερεο- + -ποίηση.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ste.ɾe.oˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐ρε‐ο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
στερεοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στερεοποιώ
- ↪ Η στερεοποίηση των υγρών γίνεται με ψύξη.
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις στερεοποιώ, στερεός και ποιώ
Μεταφράσεις
στερεοποίηση
Πηγές
- στερεοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στερεοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.