στερεογραφόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στερεογραφόμετρο τα στερεογραφόμετρα
      γενική του στερεογραφόμετρου
& στερεογραφομέτρου
των στερεογραφόμετρων
& στερεογραφομέτρων
    αιτιατική το στερεογραφόμετρο τα στερεογραφόμετρα
     κλητική στερεογραφόμετρο στερεογραφόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στερεογραφόμετρο < στερεογραφία + -ο- + μέτρο

Ουσιαστικό

στερεογραφόμετρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.