στεγανογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στεγανογραφία | οι | στεγανογραφίες |
| γενική | της | στεγανογραφίας | των | στεγανογραφιών |
| αιτιατική | τη | στεγανογραφία | τις | στεγανογραφίες |
| κλητική | στεγανογραφία | στεγανογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στεγανογραφία < στεγανό(ς) + -γραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
στεγανογραφία θηλυκό
- τρόπος μετάδοσης πληροφοριών με τον οποίο δεν γίνεται αντιληπτή η ύπαρξη μηνύματος (κρυπτογραφημένου ή όχι)
Μεταφράσεις
στεγανογραφία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.