στεατικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στεατικός η στεατική το στεατικό
      γενική του στεατικού της στεατικής του στεατικού
    αιτιατική τον στεατικό τη στεατική το στεατικό
     κλητική στεατικέ στεατική στεατικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στεατικοί οι στεατικές τα στεατικά
      γενική των στεατικών των στεατικών των στεατικών
    αιτιατική τους στεατικούς τις στεατικές τα στεατικά
     κλητική στεατικοί στεατικές στεατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στεατικός (μαρτυρείται από το 1802) [1] < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

στεατικός, -ή, -ό

  • (χημεία) που σχετίζεται με το στέαρ
    στεατικό άλας

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

  • στεατικό οξύ

Μεταφράσεις


Αναφορές

  1. σελ. 926, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.