σταύρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σταύρωση | οι | σταυρώσεις |
| γενική | της | σταύρωσης* | των | σταυρώσεων |
| αιτιατική | τη | σταύρωση | τις | σταυρώσεις |
| κλητική | σταύρωση | σταυρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σταυρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταύρωση < αρχαία ελληνική σταύρωσις < σταυρόω
Ουσιαστικό
σταύρωση θηλυκό
- παλαιότερη υπαίθρια θανατική καταδίκη, όπου ο κατάδικος καθηλωνόταν είτε με καρφιά είτε με σχοινιά επί ξύλινων δοκών σε σχήμα σταυρού.
- σύνδεση ή τοποθέτηση δύο μερών σε σχήμα σταυρού, κάθετα μεταξύ τους
Μεταφράσεις
σταύρωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.