σταύρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταύρωση οι σταυρώσεις
      γενική της σταύρωσης* των σταυρώσεων
    αιτιατική τη σταύρωση τις σταυρώσεις
     κλητική σταύρωση σταυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σταυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταύρωση < αρχαία ελληνική σταύρωσις < σταυρόω

Ουσιαστικό

σταύρωση θηλυκό

  1. παλαιότερη υπαίθρια θανατική καταδίκη, όπου ο κατάδικος καθηλωνόταν είτε με καρφιά είτε με σχοινιά επί ξύλινων δοκών σε σχήμα σταυρού.
  2. σύνδεση ή τοποθέτηση δύο μερών σε σχήμα σταυρού, κάθετα μεταξύ τους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.