σταύρωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | σταύρωσῐς | αἱ | σταυρώσεις |
| γενική | τῆς | σταυρώσεως | τῶν | σταυρώσεων |
| δοτική | τῇ | σταυρώσει | ταῖς | σταυρώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | σταύρωσῐν | τὰς | σταυρώσεις |
| κλητική ὦ! | σταύρωσῐ | σταυρώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σταυρώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | σταυρωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σταύρωσις < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- σταύρωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σταύρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.