σταυραϊτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταυραϊτός οι σταυραϊτοί
      γενική του σταυραϊτού των σταυραϊτών
    αιτιατική τον σταυραϊτό τους σταυραϊτούς
     κλητική σταυραϊτέ σταυραϊτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταυραϊτός < σταυρ- + αϊτός

Ουσιαστικό

σταυραϊτός αρσενικό

  1. (πτηνό) είδος αετού
    άλλες μορφές: σταυραετός
  2. (προσφώνηση, ιστορία, λαϊκό) τιμητική προσφώνηση ανένταχτων οπλαρχηγών, καπεταναίων, κλεφτών και αρματολών επί τουρκοκρατίας και ειδικότερα κατά την ελληνική επανάσταση του 1821

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.