σταμνόσχημος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σταμνόσχημος | η | σταμνόσχημη | το | σταμνόσχημο |
| γενική | του | σταμνόσχημου | της | σταμνόσχημης | του | σταμνόσχημου |
| αιτιατική | τον | σταμνόσχημο | τη | σταμνόσχημη | το | σταμνόσχημο |
| κλητική | σταμνόσχημε | σταμνόσχημη | σταμνόσχημο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σταμνόσχημοι | οι | σταμνόσχημες | τα | σταμνόσχημα |
| γενική | των | σταμνόσχημων | των | σταμνόσχημων | των | σταμνόσχημων |
| αιτιατική | τους | σταμνόσχημους | τις | σταμνόσχημες | τα | σταμνόσχημα |
| κλητική | σταμνόσχημοι | σταμνόσχημες | σταμνόσχημα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
σταμνόσχημος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.