σταματημός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταματημός οι σταματημοί
      γενική του σταματημού των σταματημών
    αιτιατική τον σταματημό τους σταματημούς
     κλητική σταματημέ σταματημοί
* Συνήθως μόνο στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σταματημός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

σταματημός αρσενικό

Σημειώσεις

  • χρησιμοποιείται συνήθως μόνο στον ενικό και ειδικότερα στις φράσεις "(δεν) υπάρχει σταματημός", "χωρίς σταματημό"

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.