στίφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | στίφος | τα | στίφη |
| γενική | του | στίφους | των | στιφών |
| αιτιατική | το | στίφος | τα | στίφη |
| κλητική | στίφος | στίφη | ||
| Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στίφος < αρχαία ελληνική στῖφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsti.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στί‐φος
Ουσιαστικό
στίφος ουδέτερο
- το ασύνταχτο και πυκνό πλήθος, μπουλούκι
- ※ τὸ δὲ θέατρον τοῦ πολέμου θὰ ἔχει μετενεχθῇ ἐκ τῆς Θρᾴκης καὶ τῆς Μακεδονίας εἰς τὸ θέατρον τῶν Ὀλυμπίων, ὅπου ἡ ὀρχήστρα θὰ ἀνακρούῃ τὸ πολεμικὸν ἐμβατήριον καὶ ὁ λαὸς θὰ ἐνθουσιᾷ εἰς τὸν διαδραματιζόμενον ὑπὲρ τῆς πατρίδος πόλεμον, πρωταγωνιζομένων τῶν κ. Ταβουλάρη καὶ Λεκατσᾶ καὶ φονευόντων τὰ στίφη τῶν ἐχθρῶν ἐπὶ τοῦ πεδίου τῆς… σκηνῆς. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.