στάση εργασίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στάση εργασίας | οι | στάσεις εργασίας |
| γενική | της | στάσης εργασίας | των | στάσεων εργασίας |
| αιτιατική | τη | στάση εργασίας | τις | στάσεις εργασίας |
| κλητική | στάση εργασίας | στάσεις εργασίας | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsta.si eɾ.ɣaˈsi.as/
Πολυλεκτικός όρος
στάση εργασίας θηλυκό
- απεργιακή κινητοποίηση, η διάρκεια της οποίας καλύπτει ένα μέρος της ημέρας
- ※ Προειδοποιητική στάση εργασίας το βράδυ της Τετάρτης 7 Ιουλίου αποφάσισαν οι εργαζόμενοι στο μετρό και τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο.
- Μαρία Λιλιοπούλου, Μέσα Μεταφοράς: Στάσεις εργασίας σε μετρό και ΗΣΑΠ, ανέστειλαν οι οδηγοί των λεωφορείων, Έθνος, 6 Ιουλίου 2021
- ※ Προειδοποιητική στάση εργασίας το βράδυ της Τετάρτης 7 Ιουλίου αποφάσισαν οι εργαζόμενοι στο μετρό και τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο.
Μεταφράσεις
στάση εργασίας
|
|
Πηγές
- στάση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.