σπιριτουαλιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπιριτουαλιστικός η σπιριτουαλιστική το σπιριτουαλιστικό
      γενική του σπιριτουαλιστικού της σπιριτουαλιστικής του σπιριτουαλιστικού
    αιτιατική τον σπιριτουαλιστικό τη σπιριτουαλιστική το σπιριτουαλιστικό
     κλητική σπιριτουαλιστικέ σπιριτουαλιστική σπιριτουαλιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπιριτουαλιστικοί οι σπιριτουαλιστικές τα σπιριτουαλιστικά
      γενική των σπιριτουαλιστικών των σπιριτουαλιστικών των σπιριτουαλιστικών
    αιτιατική τους σπιριτουαλιστικούς τις σπιριτουαλιστικές τα σπιριτουαλιστικά
     κλητική σπιριτουαλιστικοί σπιριτουαλιστικές σπιριτουαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπιριτουαλιστικός < σπιριτουαλισ(μός) ή σπιριτουαλισ(τής) + -τικός

Προφορά

ΔΦΑ : /spi.ɾi.tu.a.li.stiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπιριτουαλιστικός

Επίθετο

σπιριτουαλιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.