σπιριτουαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σπιριτουαλιστικός | η | σπιριτουαλιστική | το | σπιριτουαλιστικό |
| γενική | του | σπιριτουαλιστικού | της | σπιριτουαλιστικής | του | σπιριτουαλιστικού |
| αιτιατική | τον | σπιριτουαλιστικό | τη | σπιριτουαλιστική | το | σπιριτουαλιστικό |
| κλητική | σπιριτουαλιστικέ | σπιριτουαλιστική | σπιριτουαλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σπιριτουαλιστικοί | οι | σπιριτουαλιστικές | τα | σπιριτουαλιστικά |
| γενική | των | σπιριτουαλιστικών | των | σπιριτουαλιστικών | των | σπιριτουαλιστικών |
| αιτιατική | τους | σπιριτουαλιστικούς | τις | σπιριτουαλιστικές | τα | σπιριτουαλιστικά |
| κλητική | σπιριτουαλιστικοί | σπιριτουαλιστικές | σπιριτουαλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σπιριτουαλιστικός < σπιριτουαλισ(μός) ή σπιριτουαλισ(τής) + -τικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /spi.ɾi.tu.a.li.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπι‐ρι‐του‐α‐λι‐στι‐κός
Επίθετο
σπιριτουαλιστικός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία) ο σχετικός με τον σπιριτουαλισμό ή τους σπιριτουαλιστές
- ※ Η μητριαρχία ως χειραφέτηση υπήρξε εφιάλτης για τους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές, που την παρέκαμψαν μέσω της λατρείας της μητρότητας. Στη δεκαετία του ’70, στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, αναπτύσσεται ο «σπιριτουαλιστικός φεμινισμός» με οικολογικές ανησυχίες, ρεύμα που, την επόμενη δεκαετία, μετεξελίχθηκε σε ένα είδος «θρησκείας της γυναίκας».
- Η «απατηλή οικειοποίηση του παρελθόντος» ενάντια στην «πατριαρχική τύφλωση», archaiologia.gr, 12 Ιουλίου 2011
- ※ Βαδίζοντας σε μια σπιριτουαλιστική κατεύθυνση, όπου η ποιητική του υψηλού ταυτίζεται με τον ιδεαλισμό, ο ζωγράφος επιχειρεί με ρεαλιστικά μέσα και εμμονή στη λεπτομέρεια, να αποτυπώσει οπτικά το μη ρεαλιστικό.
- Βαλάντης Στειακάκης, Μάριος Τριχάς. Ένας καλλιτέχνης που μετουσιώνει τα προσωπικά του οράματα σε συμβολιστικές συνθέσεις βαδίζοντας στο σταυροδρόμι Ανατολής - Δύσης, artmag.gr, 25 Ιανουαρίου 2015
- ※ Από την αρχή της καλλιτεχνικής του σταδιοδρομίας διαμόρφωσε ένα προσωπικό ύφος το οποίο χαρακτηρίζεται από μία ιδιόμορφη σπιριτουαλιστική διάθεση, η οποία τείνει να εξαϋλώσει τα πάντα προσδίδοντας του χαρακτήρα οπτασίας.
- Βιογραφικά στοιχεία του ζωγράφου Θεοχάρη Μορέ, στη σελίδα της Δημοτικής Πινακοθήκης Χανίων
- ※ Η μητριαρχία ως χειραφέτηση υπήρξε εφιάλτης για τους Γερμανούς εθνικοσοσιαλιστές, που την παρέκαμψαν μέσω της λατρείας της μητρότητας. Στη δεκαετία του ’70, στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, αναπτύσσεται ο «σπιριτουαλιστικός φεμινισμός» με οικολογικές ανησυχίες, ρεύμα που, την επόμενη δεκαετία, μετεξελίχθηκε σε ένα είδος «θρησκείας της γυναίκας».
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σπιριτουαλισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.