σπιθίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σπιθίζω < *(κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπιθίζω < (σπινθήρας) σπινθ- + -ίζω με αφομοίωση [nθ > θθ] και απλοποίηση του διπλού συμφώνου [θθ > θ][1]

Προφορά

ΔΦΑ : /spiˈθi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπιθίζω

Ρήμα

σπιθίζω

  1. βγάζω σπίθες
  2. για τη φωτιά που μας ευχαριστεί

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.