σπηλαιοδίαιτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπηλαιοδίαιτος η σπηλαιοδίαιτη το σπηλαιοδίαιτο
      γενική του σπηλαιοδίαιτου της σπηλαιοδίαιτης του σπηλαιοδίαιτου
    αιτιατική τον σπηλαιοδίαιτο τη σπηλαιοδίαιτη το σπηλαιοδίαιτο
     κλητική σπηλαιοδίαιτε σπηλαιοδίαιτη σπηλαιοδίαιτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπηλαιοδίαιτοι οι σπηλαιοδίαιτες τα σπηλαιοδίαιτα
      γενική των σπηλαιοδίαιτων των σπηλαιοδίαιτων των σπηλαιοδίαιτων
    αιτιατική τους σπηλαιοδίαιτους τις σπηλαιοδίαιτες τα σπηλαιοδίαιτα
     κλητική σπηλαιοδίαιτοι σπηλαιοδίαιτες σπηλαιοδίαιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σπηλαιοδίαιτος < σπήλαιο + -ο- + -δίαιτος

Επίθετο

σπηλαιοδίαιτος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.