σπασμολυτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σπασμολυτικό | τα | σπασμολυτικά |
| γενική | του | σπασμολυτικού | των | σπασμολυτικών |
| αιτιατική | το | σπασμολυτικό | τα | σπασμολυτικά |
| κλητική | σπασμολυτικό | σπασμολυτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σπασμολυτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σπασμολυτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό
σπασμολυτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου με σπασμολυτική δράση που ασκείται απ' ευθείας σε λείες μυικές ίνες όπως π.χ. του παχέος εντέρου
Μεταφράσεις
σπασμολυτικό
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
σπασμολυτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του σπασμολυτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σπασμολυτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.