σουνιτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σουνιτικός | η | σουνιτική | το | σουνιτικό |
| γενική | του | σουνιτικού | της | σουνιτικής | του | σουνιτικού |
| αιτιατική | τον | σουνιτικό | τη | σουνιτική | το | σουνιτικό |
| κλητική | σουνιτικέ | σουνιτική | σουνιτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σουνιτικοί | οι | σουνιτικές | τα | σουνιτικά |
| γενική | των | σουνιτικών | των | σουνιτικών | των | σουνιτικών |
| αιτιατική | τους | σουνιτικούς | τις | σουνιτικές | τα | σουνιτικά |
| κλητική | σουνιτικοί | σουνιτικές | σουνιτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σουνιτικός < σουνίτ(ης) + -ικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σούνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.