σοφίτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοφίτα οι σοφίτες
      γενική της σοφίτας των σοφιτών
    αιτιατική τη σοφίτα τις σοφίτες
     κλητική σοφίτα σοφίτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοφίτα < ιταλική soffitta

Προφορά

ΔΦΑ : /soˈfi.ta/

Ουσιαστικό

σοφίτα θηλυκό

  • μικρό δωμάτιο ή βοηθητικός χώρος ακριβώς κάτω από τη στέγη.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.