attic
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- Από τα νεοκλασικά κτήρια με αετωματική πρόσοψη που ήταν διακοσμημένη κατά τον "αττικό" τρόπο. Συνεκδοχικά ονομάστηκε έτσι και ο χώρος πίσω από το αέτωμα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.