σουρουκλεμές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σουρουκλεμές | οι | σουρουκλεμέδες |
| γενική | του | σουρουκλεμέ | των | σουρουκλεμέδων |
| αιτιατική | τον | σουρουκλεμέ | τους | σουρουκλεμέδες |
| κλητική | σουρουκλεμέ | σουρουκλεμέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σουρουκλεμές < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική سوروكلمك (τραβάω, μεταφέρω), τουρκική sürüklemek (σέρνω, σέρνομαι, κάνω άσκημη ζωή)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /su.ru.kleˈmes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐ρου‐κλε‐μές
Ουσιαστικό
σουρουκλεμές αρσενικό
- αυτός που τριγυρνά εδώ και εκεί χωρίς να προοδεύσει σε κάτι, να βελτιώσει τη ζωή του
- ≈ συνώνυμα: αχαΐρευτος, λιώστης (ιδιωματικό)
- σουρτουκλιμές (ιδιωματικό)
Μεταφράσεις
σουρουκλεμές
|
→ δείτε τη λέξη αχαΐρευτος |
Αναφορές
- σουρουκλεμές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.