λιώστης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λιώστης < λιώσ- (< λιώμι) + -της

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʎo.stis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιώστης

Ουσιαστικό

λιώστης αρσενικό (θηλυκό λιώστρα)

Συνώνυμα

  • σουρτουκλιμές ( δείτε και τη λέξη σουρουκλεμές)
  •  δείτε και τη λέξη σοσακιάρης

Πηγές

  • Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 175.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.