σουράτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σουράτα οι σουράτες
      γενική της σουράτας των σουρατών
    αιτιατική τη σουράτα τις σουράτες
     κλητική σουράτα σουράτες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουράτα < (άμεσο δάνειο) αραβική سورة (sūraʰ)

Ουσιαστικό

σουράτα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.