σούμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σούμα | οι | σούμες |
| γενική | της | σούμας | — | |
| αιτιατική | τη | σούμα | τις | σούμες |
| κλητική | σούμα | σούμες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σούμα θηλυκό
- το άθροισμα
- αλκοολούχο ποτό, προϊόν απόσταξης
- η ρίζα βραζιλιανής προέλευσης Hebanthe eriantha / Pfaffia paniculata και το αφέψημα που προκύπτει από αυτήν
Συνώνυμα
Συγγενικά
-
σούμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
σούμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.