σνομπιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σνομπιστής | οι | σνομπιστές |
| γενική | του | σνομπιστή | των | σνομπιστών |
| αιτιατική | τον | σνομπιστή | τους | σνομπιστές |
| κλητική | σνομπιστή | σνομπιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σνομπ
Μεταφράσεις
σνομπιστής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.