σνομπιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σνομπιστής οι σνομπιστές
      γενική του σνομπιστή των σνομπιστών
    αιτιατική τον σνομπιστή τους σνομπιστές
     κλητική σνομπιστή σνομπιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σνομπιστής < σνομπ + -ιστής < αγγλική snob

Ουσιαστικό

σνομπιστής αρσενικό (θηλυκό: σνομπίστρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.