σνομπ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σνομπ < (λόγιο δάνειο) αγγλική snob < άγνωστης ετυμολογίας, αρχικά: παπουτσής, αργότερα: κατώτερης τάξης και δείτε περισσότερα στο snob. Παρετυμολογική είναι η δημοφιλής σύνδεση με τη νεολατινική φράση sine nobilitate (χωρίς τίτλο ευγενικής καταγωγής).[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsnob/
Επίθετο
σνομπ άκλιτο
- που φέρεται σαν να ανήκει σε ανώτερη κοινωνική τάξη, που θεωρεί κατώτερους τους γύρω του και τους συμπεριφέρεται απαξιωτικά
Συγγενικά
- ασνομπάριστος
- σνομπαρία
- σνομπάρω, σνομπάρομαι
- σνομπισμός
- σνομπιστής
- σνομπιστικά (επίρρημα)
- σνομπιστικός
- σνομπίστρια
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- σνομπ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σνομπ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- λέξεις με σνομπ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.