σμπάρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σμπάρος οι σμπάροι
      γενική του σμπάρου των σμπάρων
    αιτιατική τον σμπάρο τους σμπάρους
     κλητική σμπάρε σμπάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμπάρος < βενετική sbaro / ιταλική sparo < sparare < δημώδης λατινική *exparō < λατινική ex- + paro

Ουσιαστικό

σμπάρος αρσενικό

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.