σμπάρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σμπάρο τα σμπάρα
      γενική του σμπάρου των σμπάρων
    αιτιατική το σμπάρο τα σμπάρα
     κλητική σμπάρο σμπάρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σμπάρο < βενετική sbaro

Ουσιαστικό

σμπάρο αρσενικό

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.