σκυλόψαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκυλόψαρο | τα | σκυλόψαρα |
| γενική | του | σκυλόψαρου | των | σκυλόψαρων |
| αιτιατική | το | σκυλόψαρο | τα | σκυλόψαρα |
| κλητική | σκυλόψαρο | σκυλόψαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ένα σκυλόψαρο.
Ετυμολογία
- σκυλόψαρο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική *σκυλόψαρον (συγκρίνετε με το σκυλόψαρος.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε σκυλό- + -ψαρο
Προφορά
- ΔΦΑ : /sciˈlo.psa.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκυ‐λό‐ψα‐ρο
Ουσιαστικό
σκυλόψαρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
σκυλόψαρο
|
→ δείτε τη λέξη καρχαρίας |
Αναφορές
- σκυλόψαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.