σκυλόμουτρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκυλόμουτρο | τα | σκυλόμουτρα |
| γενική | του | σκυλόμουτρου | των | σκυλόμουτρων |
| αιτιατική | το | σκυλόμουτρο | τα | σκυλόμουτρα |
| κλητική | σκυλόμουτρο | σκυλόμουτρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκυλόμουτρο < σκυλό- + μούτρο
Προφορά
- ΔΦΑ : /sciˈlo.mu.tɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκυ‐λό‐μου‐τρο
Μεταφράσεις
σκυλόμουτρο
|
→ δείτε τη λέξη ανήθικος |
Αναφορές
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.