σκουτέλλι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκουτέλλι | τα | σκουτέλλια |
| γενική | του | σκουτελλιού | των | σκουτελλιών |
| αιτιατική | το | σκουτέλλι | τα | σκουτέλλια |
| κλητική | σκουτέλλι | σκουτέλλια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /skuˈte.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκου‐τέλ‐λι
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
- → δείτε τη λέξη σκουτέλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.