σκουληκοφαγωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκουληκοφαγωμένος η σκουληκοφαγωμένη το σκουληκοφαγωμένο
      γενική του σκουληκοφαγωμένου της σκουληκοφαγωμένης του σκουληκοφαγωμένου
    αιτιατική τον σκουληκοφαγωμένο τη σκουληκοφαγωμένη το σκουληκοφαγωμένο
     κλητική σκουληκοφαγωμένε σκουληκοφαγωμένη σκουληκοφαγωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκουληκοφαγωμένοι οι σκουληκοφαγωμένες τα σκουληκοφαγωμένα
      γενική των σκουληκοφαγωμένων των σκουληκοφαγωμένων των σκουληκοφαγωμένων
    αιτιατική τους σκουληκοφαγωμένους τις σκουληκοφαγωμένες τα σκουληκοφαγωμένα
     κλητική σκουληκοφαγωμένοι σκουληκοφαγωμένες σκουληκοφαγωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκουληκοφαγωμένος < σκουλήκι + -ο- + φαγωμένος

Μετοχή

σκουληκοφαγωμένος

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.