σκουληκοφάγωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουληκοφάγωμα τα σκουληκοφαγώματα
      γενική του σκουληκοφαγώματος των σκουληκοφαγωμάτων
    αιτιατική το σκουληκοφάγωμα τα σκουληκοφαγώματα
     κλητική σκουληκοφάγωμα σκουληκοφαγώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκουληκοφάγωμα < σκουλήκι + -ο- + φάγωμα

Ουσιαστικό

σκουληκοφάγωμα ουδέτερο

  1. κάτι που το έχουν φάει ή καταστρέψει σκουλήκια
  2. διάβρωση που έχει προκληθεί από σκουλήκια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.