στρυφνότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στρυφνότητα | οι | στρυφνότητες |
| γενική | της | στρυφνότητας | των | στρυφνοτήτων |
| αιτιατική | τη | στρυφνότητα | τις | στρυφνότητες |
| κλητική | στρυφνότητα | στρυφνότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρυφνότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρυφνότης από την αιτιατική ενικού «τὴν στρυφνότητα»
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾifˈno.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρυφ‐νό‐τη‐τα
- παλιότερος συλλαβισμός : στρυ‐νό‐τη‐τα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στρυφνός
Μεταφράσεις
στρυφνότητα
|
|
Πηγές
- στρυφνότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρυφνότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.