σκιόφως
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκιόφως | ||
| γενική | του | σκιόφωτος | ||
| αιτιατική | το | σκιόφως | ||
| κλητική | σκιόφως | |||
| Κατηγορία όπως «αεριόφως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκιόφως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκιόφως < (σκιά) σκιο- + φῶς
Προφορά
- ΔΦΑ : /sci.o.fo.tiˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκι‐ο‐φω‐τι‐σμός
Μεταφράσεις
σκιόφως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.