σκιοφωτισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | σκιοφωτισμός | οι | σκιοφωτισμοί |
| γενική | του | σκιοφωτισμού | των | σκιοφωτισμών |
| αιτιατική | τον | σκιοφωτισμό | τους | σκιοφωτισμούς |
| κλητική | σκιοφωτισμέ | σκιοφωτισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκιοφωτισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
σκιοφωτισμός αρσενικό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.