σκιόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκιόφιλος | η | σκιόφιλη | το | σκιόφιλο |
| γενική | του | σκιόφιλου | της | σκιόφιλης | του | σκιόφιλου |
| αιτιατική | τον | σκιόφιλο | τη | σκιόφιλη | το | σκιόφιλο |
| κλητική | σκιόφιλε | σκιόφιλη | σκιόφιλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκιόφιλοι | οι | σκιόφιλες | τα | σκιόφιλα |
| γενική | των | σκιόφιλων | των | σκιόφιλων | των | σκιόφιλων |
| αιτιατική | τους | σκιόφιλους | τις | σκιόφιλες | τα | σκιόφιλα |
| κλητική | σκιόφιλοι | σκιόφιλες | σκιόφιλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
σκιόφιλος
- (βοτανική) που ευδοκιμεί σε μέρος που έχει σκιά, που δεν έχει άμεσο ηλιακό φως
Μεταφράσεις
σκιόφιλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.